Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

τζίζουστ.

 ακόμα κάτι ξεχασμένα Χριστούγεννα χωρίς αυτόν που αγαπάμε να μας φιλά τα χέρια τις πατούσες  και τα σχετικά λοιπά  με κάτι τέτοια σκηνικά  κιο ίδιος ο Χριστός θα λυπότανε να βγει ~ όταν ο Χριστός  έμαθε για τον κρίνο  μια νύχτα που ο Ιωσήφ τα ήπιε  και του ξέφυγε το παράπονο  είπε στη Παναγία  μαμά  έτσι όπως τα έκανες  αν πω στο ψυχολόγο μου για εσένα και τον κρίνο  θα σε στείλει σε ψυχίατρο  ~ τελικά την Μαρία  την ρώτησε κανείς αν ήθελε να  το κρατήσει  ή την ορίσανε κιαυτήν με συνοπτικές διαδικασίες;  ~ κι έλειπε ο Χριστός  τόσα χρόνια άφαντος  τον έψαχνε η Μαρία  βρε ημιθεούλι μου βρε χριστούλι μου  πέρνα από το σπίτι  να σε δούμε έχεις και γενέθλια  χρυσό τον κάνανε  αυτός τίποτα  Ινδία και κοτόπουλο  τίκα μασάλα με φίλους  ~ ε ναι εικοσιπέντε Δεκεμβρίου  εντελώς Αιγόκερως  υπευθυνότητα κύρος  επαγγελματισμός φιλοδοξία σίγουρα  πειθαρχία και αξιοπιστία  ένας χριστιανός δε βρέθηκε να μας πει την ώρα  να δούμε ρε παιδί μου  γιατί οι ειδικοί λένε  πως μετά τα τριάντα μετράει ο ωροσ
Πρόσφατες αναρτήσεις

βήματα δειλά.

 η ησυχία στο νεκροταφείο δεν περιγράφεται με λόγια έχει έναν ήλιο φωτεινό και μια θέα χάρμα μόνο εδώ είναι που δεν φυσά ποτέ και κάνω με απόλαυση  το κάθε μου τσιγάρο  σκέφτομαι την μετεμψύχωση  του εαυτού  κι όχι μόνο φυσικά δεν πιστεύω σε χριστούς  σε παναγίες μόνο  σε κάτι μαγικό πάντως  θα έλεγε κανείς  πως θάβουμε τους νεκρούς μας κάπου που να τους αρέσει σε κάποια γωνία του νησιού σε κάποια γωνία του μυαλού  να καπνίζουν χωρίς άλλον κόπο  στα μαρμάρινα μπαλκόνια με φως δέντρα  κι ενα μπολάκι για τις γάτες. 

Κόλπο στον κόλπο στα Κατάπολα.

στο λιμάνι στ ο νερό τα ψάρια τρέχουν η καρδιά μου είναι στο βυθό μαζί με μια σκουριασμένη άγκυρα  και κάτι ψάρια την βλέπω την βλέπω από ψηλά πα να  τη πιάσω και ούτε το φεγγάρι δεν αγγίζω ούτε εκείνην τα ψάρια μου χαϊδεύουν  το χέρι ένα γεροψαράς από πίσω μου  ελπίζει  μέσα στο λιμάνι στον κόλπο  ζητώ κιεγώ ένα κόλπο μαγικό  στον κόλπο των Καταπόλων μια κούπα καρδιά απο μανίκι άσσος κι όχι άλλα ψάρια κι όχι άλλο  πάθος  γέμισε η κοιλιά μου λεοντόψαρα και σκάρους είναι οι βλεφαρίδες μου  ψαράκια  που παίζουν με την άγκυρα στο κόλπο των Καταπόλων  δε πιάνεται με τίποτα  το φεγγάρι  μέσα από το νερό  κι όταν κοιτώ καλύτερα  στο βυθό των Καταπόλων  πολλές οι καρδιές  και η δική μου  εκει μέσα πόσο λαμπερά  που φέγγει μακριά μου κι αυτός  ο γεροψαράς  που κάθε μέρα πηγαίνει κιέρχεται  το ίδιο ελπίζει ο καψερός  το ξέρω  γιατί το είδα μέσα στα μάτια του  αφού σηκώθηκα  με χώματα στα γόνατα  και είδε γιακόμα μια φορά  την απογοήτευση  μέσα στα δικά μου. 

πεταλούδα.

 κιαν όλα οδηγούνται σε ένα άγνωστο και σκληρό τέλος ο πλανήτης να πλημμυρίσει οι άνθρωποι να τρελαθουν εντελώς τα ζώα να πεινάσουν κανείς δεν μπορεί να με πείσει πως αυτή η πεταλούδα που έζησε μια μέρα  δεν ήτανε υπέροχη. 

σαλβατόρ.

  ο Σαλβατόρ ο γάλλος εχει τη μάνα του άρρωστη στη Σικελία μα αυτός φυτοζωεί στο μονπελιέ έχει ένα σκύλο σαν τον δικό μου που του ψήνει τον καφέ τις Κυριακές ειναι πολύ γέρος  με καρδιά απαλή σα φρούτο ζεστό το καλοκαίρι λέει το ρο, γο και φυτεύει μπανανιές μα ούτε ο σκύλος του δε τις γουστάρει ο Σαλβατόρ είναι με το ένα πόδι στον τάφο και με το άλλο πόδι στο μονπελιέ κάθε Τρίτη πρωί  πάει στα ΙΚΕΑ καθεται  σε μια πορτοκαλί πολυθρόνα  πάντα με την εφημερίδα του  διαβάζει τα ζώδια αργά εκτός από το δικό του  δε πιστεύει σε αυτά  μόνο σε αυτούς που τα διαβάζουν  έχει μια μάνα βαθιά άρρωστη βαθιά στη Σικελία  την παίρνει τηλέφωνο  καμία φορά και της το κλείνει δε τον λες ευτυχισμένο  τον λες  ήσυχο και μοιάζει καπως με τις μπανάνες που φυτεύει  είναι κίτρινος στο δέρμα  με ένα τσουλούφι αλά τεν τεν  δεν δεν γελάει εύκολα  πιο συχνά το κανει κιαυτό ήσυχα από μέσα του  ο Σαλβατόρ δεν υπάρχει τον φαντάστηκα απόψε στη δουλειά  μου αρέσει απλώς  αυτό το όνομα και αυτή η ζωή γεμάτη μπανάνες και

ακρόπολη.

  υπάρχουν δύο λόγοι  να έρθω στην Αθήνα  ο ένας είσαι εσύ και ο άλλος είναι η Ακρόπολη. το ένα είναι ένα δημιούργημα μοναδικό και αναντικατάστατο που άντεξε στα δύσκολα,  ναός να προσεύχομαι όταν  χάνω την πίστη μου σε εμένα.  εκεί που ονειρεύομαι και ταξιδεύω στο χρόνο γεμάτη δεος με τα μάτια μου ανοιχτά να το κοιτώ συγκινημένη,  μια γυναίκα γοητευμένη απέναντι στο συναισθηματικο μεγαλείο που της αναλογεί, το άλλο είναι απλα πέτρες.     

Έρημη Ερμούπολη.

κατεβαίνω και ανεβαίνω τα σκαλιά και σχεδόν πετάω αδειασμένη στα σκαλιά της ερμούπολης γεμισμένη προδοσία ένας γλάρος με ευαίσθητα φτερά λέει πως ο γκόμενος ήταν σαν θάλασσα ρηχή που δεν με χώρεσε να κολυμπήσω παραπετάω στα στενά σε μια έρημη ερμούπολη κρεμάω τα φουστάνια μου τα καλοκαιρινά στα μπαλκόνια να στεγνώσουν από ένα κλάμα παλιακό και ο γλάρος να κάθεται στον ώμο μου σα παπαγάλος μου ψυθιρίζει στα καλιαρντά πως σε μια Συγγρού στεγνη από γυναίκες οι άντρες σαλιώνουν τα πεζοδρόμια σαν τελειώνουν τα λεφτά τα δανεικά και πως μια κόκκινη μικρή τσουχτρα κυκλοφορεί στο σπίτι μου τουλάχιστον έναν χρόνο τώρα κιεγω δε μπηρα χαμπάρι η ηλίθια πνιγμένη στη καψούρα πήρα όμως μια μπύρα από τον κύριο Κοσμά που έμεινε για εμένα ανοιχτός στης άνω σύρας τα στενά Νοέμβρη μήνα δίπλα στο σπίτι του Μάρκου την πίνω σε δώδεκα λεπτά στο κεφαλόσκαλο του Μάρκου σκασμένη και φραγκοσυριανή μα φυσικά είναι και αυτή η κυρία Λουκρητία με το μεγάλο κεφάλι που έχει σκλήρυνση κατά πλάκας με πόση πλ

το βουνό.

ένα βουνό στάθηκε απάνω  στο στομάχι μου απόψε οι λύκοι ουρλιάζουν  αχπάνω στις ρώγες μου κοιτάζοντας  τη λάμπα στο ταβάνι  η ώρα νύχτα κιεγω νύσταξα νωρίς ποιός ξέρει αν η αγάπη μου αντέχει  στον αφαλό μου συγκατοικούν χιλιάδες ψάρια και  στη κοιλιά μου έχει καλύβα ένας βοσκός που κινδυνεύει πριν με πάρει ο ύπνος μια στιγμή  αχνάσανα ένα σύννεφο απελπισίας  έκλεισα τα βλέφαρα και  ο τελευταίος λύκος κατεβαίνοντας  σβήνει τη λάμπα    σιωπηλός χωρίς να χαιρετήσει.